- μικράνθρωπος
- οάνθρωπος μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ανθρωπάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek